Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιανά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

((popolare)) spiccioli κάν το μου λιανά == spiegamelo meglio, più chiaramente!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λίαν λιανεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---