Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιανισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λιανίζω]
2 smozzica`to
3 spacca`to
4 spezza`to
5 trita`to
6 trito
7 tronco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιάνισμα λιανοντούφεκο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---