Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΛιβανέζα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Λιβανέζος] Λιβανέζος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ del Li`bano ~m~, libane`se ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |