Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιβανίζω
ρήμα μεταβατικό 1 incensa`re, fumiga`re con l'incenso ο παπάς λιβάνισε το σπίτι == il prete ha incensato la casa 2 ((figurato)) incensa`re, adula`re τον λιβανίζει συστηματικά == lo adula, lo incensa sistematicamente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |