Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιβάνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 adulazio`ne ~f~
2 blandime`nto ~m~
3 blandi`zia ~f~
4 cortigianeri`a ~f~
5 incensame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιβανίζω λιβανισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---