Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιάνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 sgrossame`nto ~m~
2 sminuzzame`nto ~m~
3 sminuzzatu`ra ~f~
4 spezzame`nto ~m~
5 spezzettame`nto ~m~
6 tagliuzzame`nto ~m~
7 trinciatu`ra ~f~
8 tritatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιανικός λιανισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---