Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιακάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

luce ~f~, calo`re ~m~ del sole, bel so`le ~m~, bel tempo ~m~ αν έχει λιακάδα αύριο, θα πάμε εκδρομή == se domani c'è il sole, andremo in gita && τι ωραία λιακάδα σήμερα! == che bel sole oggi!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιάζω λιακωτό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---