Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλησμονώ
ρήμα μεταβατικό ((popolare)) ((letterario)) scorda`re, dimentica`re, oblia`re ποτέ δε λησμονείς την πρώτη σου αγάπη == il primo amore non si scorda mai && λησμόνησε την υπόσχεσή του == ha dimenticato la promessa fatta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |