Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κυμάτωση [θηλ.ουσ] κυ§νι§κό§τε§ρος [επίθ.]
κυμβαλισμένος [επίθ.] κυνικότητα [θηλ.ουσ]
κύμβαλο {κυμβάλ-ου... κυ§νι§κώ§τα§τος [επίθ.]
κύμινο [ουσ ουδ.] κυ§νι§κώ§τε§ρος [επίθ.]
κυνάγχη {χωρ. πληθ... κυνισμός {χωρ. πληθ...
κυνηγάρης [επίθ.] κυνόδοντας {κυνοδόντω...
κυνηγάρης [ουσ αρσ ] κυνόδοντες [ουσ αρσ πληθ.]
κυνηγάω (κυνήγ-ησα... κυνοδρομίες [θηλ. ουσ πληθ.]
κυνηγετικός [επίθ.] κυνοκέφαλος [ουσ αρσ ]
κυνηγεύγω [ρ.] κυνοφιλία [θηλ.ουσ]
κυνήγημα [ουσ ουδ.] κυοφορημένος [επίθ.]
κυνηγημένος [επίθ.] κυοφορία [θηλ.ουσ]
κυνηγήσιν [ουσ ουδ.] κυοφορώ {κυοφορείς...
κυνηγήσιον [ουσ ουδ.] κυπαρισσένιος [επίθ.]
κυνηγητικός [επίθ.] κυπαρίσσι {κυπαρισσ-...
κυνηγητό [ουσ ουδ.] κυπαρισσόμηλο [ουσ ουδ.]
κυνήγι {κυνηγ-ιού... κύπελλο {κυπέλλ-ου...
κυνηγιοφύλακας [ουσ αρσ ] κυπελλούχα [θηλ.ουσ]
κυνηγός [ουσ αρσ και θηλ.] Κύπρια, (raro) Κυπρία {Κυπρίων ε...
κυνηγόσκυλο [ουσ ουδ.] κυπριακός [επίθ.]
κυνηγώ {κυνηγάς..... Κύπριος ο γεν. πλη...
κυνηγώ {κυνηγάς..... Κύπρος [θηλ.ουσ]
κυνικά [επίρ.] κυρ [ουσ αρσ ]
κυνικός [επίθ.] κυρά {κυράδες}
κυ§νι§κό§τα§τος [επίθ.] κυράτσα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: