Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κερά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κυρά]

κυρά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((popolare)) signo`ra ~f~, donna ~f~, coma`re ~f~ ήρθε η κυρά Μαρία == è venuta la signora Maria | oι κυράδες της γειτονιάς == le comari del vicinato
2 padro`na ~f~, padro`na ~f~ di casa πoύ είναι η κυρά σου; == dov'è la tua padrona?
3 signo`ra ~f~, mo`glie ~f~ να σου γνωρίσω την κυρά μου == ti presento la mia signora

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κένωση κεραία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---