Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κύρη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κύρης]

κύρης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ((popolare)) padro`ne ~m~, signo`re ~m~
2 mari`to ~m~
3 padre ~m~

κυρός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κύρης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυράτσα κυρηναϊκός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---