Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυρία
ουσιαστικό θηλυκό 1 signo`ra ~f~ η κυρία Πετρίδου == la signora Petridou 2 mo`glie ~f~, signo`ra ~f~ τα σέβη μου στην κυρία σας == i miei rispetti alla sua signora 3 signo`ra ~f~, padro`na ~f~ di casa η κυρία απουσιάζει == la signora non è in casa 4 signo`ra ~f~, gentildo`nna ~f~ είναι πραγματική κυρία == è una vera signora permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |