Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυριεύγω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κυριεύω]

κυριεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 impadroni`rsi, conquista`re, impossessa`rsi, pre`ndere κυριεύω μια πόλη == impadronirsi di, conquistare una città
2 (fig) impadroni`rsi, impossessa`rsi, pre`ndere την κυρίεψε o πανικός == il panico si impadronì di lei | κυριευμένoς από... == in preda a...

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυριαρχών κυριευμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---