Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυριολεξία
ουσιαστικό θηλυκό 1 linguistica senso ~m~ pro`prio, senso ~m~, significa`to ~m~ lettera`le 2 proprietà ~f~ di linguaggio στην κυριολεξία == nel vero senso della parola | είναι στην κυριολεξία τρελός == è pazzo, nel vero senso della parola permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |