Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκύριος
επίθετο 1 principa`le, il più importa`nte η κύρια είσοδος == l'ingresso principale | o κύριoς λόγος == la ragione principale 2 linguistica pro`prio κύριο όνομα == nome proprio κύριος ουσιαστικό αρσενικό 1 signo`re σας ζητά ένας κύριος == c'è un signore che La vuole | o κύριος Παπαδάκης == il signor Papadakis | ο κύριος Κώστας == il signor Kostas | κύριοι ένορκοι, ...== signori della giuria, ... | κύριε καθηγητά, ... ==professore, … | κύριε! (a scuola) == signor maestro! 2 padro`ne ~m~ o καθένας είναι κύριος του εαυτού του == ognuno è padrone di se stesso | o σκύλος αναγνώρισε τον κύριό του == il cane ha riconosciuto il suo padrone 3 padro`ne ~m~ di casa πού είναι o κύριος; == dov'è il padrone di casa? 4 proprieta`rio ~m~ κύριος οικοπέδου == proprietario di un terreno 5 signo`re `, gentiluomo ~m~ είναι κύριος με τα όλα του == è un vero gentiluomo 6 religione il Signore κυ§ριό§τα§τος επίθετο superlativo di [κύριος] κυ§ριό§τε§ρος επίθετο comparativo di [κύριος] κυ§ριώ§τα§τος επίθετο superlativo di [κύριος] κυ§ριώ§τε§ρος επίθετο comparativo di [κύριος] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακύριος με τα όλα του = un vero signore [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |