Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκερτός
επίθετο variante di [κυρτός.] κυρτός επίθετο 1 conve`sso κυρτός φακός == lente convessa 2 curvo, ricu`rvo κυρτοί ώμοι == spalle curve | κυρτή μύτη == naso ricurvo 3 di persona curvo, gobbo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |