Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκύρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 sanzio`ne ~f~ στούς παραβάτες επιβάλλονται αυστηρές κυρώσεις == ai contravventori vengono comminate gravi sanzioni 2 conva`lida, rati`fica κύρωση συμφωνίας == ratifica di un trattato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |