Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυρτώνω
ρήμα μεταβατικό curva`re, incurva`re, inarca`re κυρτώνω μια σιδερόβεργα == curvare, incurvare una sbarra di ferro | κυρτώνω τη ράχη μoυ == inarcare la schiena permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |