Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυριολεκτώ
ρήμα αμετάβατο 1 usa`re propriame`nte le paro`le, espri`mersi propriame`nte 2 ((per estensione)) parla`re sul se`rio κυριολεκτώ όταν λέω ότι δε θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου == parlo sul serio quando dico che non lo voglio píù vedere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |