Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυριαρχώ  
ρήμα αμετάβατο

1 dominare ήθελαν να κυριαρχήσoυν στον κόσμo == volevano dominare il mondo
2 predominare, prevalere στον πίνακα κυριαρχεί το κόκκινο == è un quadro in cui predomina il rosso | κυριάρχησε των αντιπάλων του == riuscì a prevalere sui suoi avversari | κυριαρχεί η αντίληψη ότι... == prevale l'opinione che...

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυρίαρχος κυριαρχών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---