Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυριαρχία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 domi`nio ~m~, pote`re ~m~ η κυριαρχία επί των θαλασσών == il dominio dei mari
2 sovranità ~f~ εθνική κυριαρχία == sovranità statale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυριάρχηση κυριαρχικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---