Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεράτσα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κυράτσα]

κυράτσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((spregiativo)) popola`na ~f~ che si atte`ggia a gran signo`ra, coma`re ~f~
2 donna ~f~ pette`gola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κερατόζη κερατσία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---