Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυρ  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) davanti a nome o qualifica signo`r, messe`r, sor o κυρ-Μήτσος == il sor Mitsos | κυρ-δάσκαλε == signor maestro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Κύπρος κυρά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---