Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚύπρια, (raro) Κυπρία
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Kύπριος] Κύπριος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ di Cipro, ciprio`ta ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |