Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυπαρίσσι  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica cipre`sso ~m~ κορμί κυπαρίσσι == corpo diritto come un fuso | πήγε στα κυπαρίσσια, στα κυπαρισσάκια == è andato ai cipressini, è morto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυπαρισσένιος κυπαρισσόμηλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---