Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυοφορώ  
ρήμα μεταβατικό

1 e`ssere gra`vido
2 (fig) ave`re in gestazio`ne κυoφoρώ ένα σχέδιο == avere in gestazione un piano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυοφορία κυπαρισσένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---