Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυνισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 filosofia cini`smo ~m~
2 ((per estensione)) cini`smo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυ§νι§κώ§τε§ρος κυνόδοντας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---