Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυνικός  
επίθετο

1 del cane, cani`no
2 filosofia ci`nico
3 ((per estensione)) ci`nico μια κυνική απάντηση == una risposta cinica | κυνικά καύματα == canicola

κυ§νι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κυνικός]

κυ§νι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κυνικός]

κυ§νι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κυνικός]

κυ§νι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κυνικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυνικά κυνικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---