Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυνηγάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κυνηγώ]

κυνηγώ  
ρήμα αμετάβατο

anda`re a ca`ccia, caccia`re

κυνηγώ
ρήμα μεταβατικό

1 anda`re a ca`ccia di qualco`sa, caccia`re πήγαν να κυνηγήσουν ορτύκια == sono andati a caccia di quaglie
2 caccia`re, caccia`re via κυνήγησε τo σκύλο με τις πέτρες == ha cacciato via il cane a sassate
3 (fig) perseguita`re τον κυνηγούν oι τύψεις == lo perseguitano i rimorsi
4 (fig) insegui`re κυνηγά τη δόξα == insegue sogni di gloria
5 (fig) co`rrere die`tro τον κυνηγώ εδώ και μια βδομάδα == gli corro dietro da una settimana | κυνηγώ τον ποδόγυρο == correre dietro alle sottane

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυνηγάρης κυνηγετικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---