Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυνήγι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ca`ccia ~f~ τo κυνήγι της αλεπούς == la caccia alla volpe | απαγορεύεται τo κυνήγι == divieto di caccia 2 cacciagio`ne ~f~, selvaggi`na ~f~ 3 (fig) l'inseguire ~m~ το κυνήγι της ευτυχίας == l'inseguire la felicità | το κυνήγι της επιτυχίας == l'inseguire il successo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο κυνήγι του θησαυρού = caccia [θηλ.] al tesoro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |