GrecoItaliano


κυνήγι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ca`ccia ~f~ τo κυνήγι της αλεπούς == la caccia alla volpe | απαγορεύεται τo κυνήγι == divieto di caccia
2 cacciagio`ne ~f~, selvaggi`na ~f~
3 (fig) l'inseguire ~m~ το κυνήγι της ευτυχίας == l'inseguire la felicità | το κυνήγι της επιτυχίας == l'inseguire il successo

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το κυνήγι του θησαυρού = caccia [θηλ.] al tesoro



Sfoglia il dizionario




{{ID:KYNHGI100}}
---CACHE---