Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυνηγήσιν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κυνηγήσιον]

κυνηγήσιον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κυνηγέσιον]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυνηγημένος κυνηγητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---