Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκυνήγημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 inseguime`nto ~m~, ca`ccia ~f~ 2 (fig) il seguire ~m~ da vici`no qualco`sa, il darsi ~m~ da fare, gra`nde applicazio`ne ~f~ αυτή η δουλειά θέλει κυνήγημα == questo lavoro richiede grande applicazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |