Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κύμινο  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica cumi`no ~m~ ώσπου να πεις κύμινo == in quattro e quattr'otto, in un batter d'occhio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κύμβαλο κυνάγχη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---