Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κυμάτωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 dentellatu`ra ~f~
2 increspame`nto ~m~
3 increspatu`ra ~f~
4 mare`zzo ~m~
5 ondosità ~f~
6 ondulazio`ne ~f~
7 oscillazio`ne ~f~
8 sinuosità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κυματώνω κυμβαλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---