Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γκαβός [επίθ.] γκαντεμιά {δύσχρ. γκ...
γκαβός [ουσ αρσ ] γκαντέμικος [επίθ.]
γκαγκστερισμός [ουσ αρσ ] γκαντέμισσα [θηλ.ουσ]
γκάζι {γκαζ-ιού ... γκαντέμω η (χωρίς π...
γκαζιέρα {σπάν. γκα... γκάπα γκούπα [ουσ ουδ.]
γκαζόζα {χωρ. γεν.... γκαράζ [ουσ ουδ.]
γκαζόν [ουσ ουδ.] γκαραζιέρης {γκαραζιέρ...
γκαζοτενεκές [ουσ αρσ ] γκαραντί [επίθ.]
γκαζωμένος [επίθ.] γκαραντί [ουσ ουδ.]
γκαζώνω {γκάζω-σα,... γκαρδιακός [επίθ.]
γκάιντα {σπάν. γκα... γκαρίζω {γκάρι-ξα ...
γκαϊντατζής {γκαϊντατζ... γκάρισμα [ουσ ουδ.]
γκαλά [ουσ ουδ.] γκαρνταρόμπα {χωρ. γεν....
γκαλερί [θηλ.ουσ] γκάρντεν πάρτι [ουσ ουδ.]
γκαλερί [ουσ ουδ.] γκαρσόν [ουσ ουδ.]
γκαλερίστας [ουσ αρσ ] γκαρσόνα {χωρ. γεν....
γκάλοπ, γκαλόπ [ουσ ουδ.] γκαρσόνι [ουσ ουδ.]
γκάμα [θηλ.ουσ] γκαρσονιέρα {χωρ. γεν....
γκαμήλα [θηλ.ουσ] γκάστρι [ουσ ουδ.]
γκαμπαρντίνα {καμπαρντι... γκαστριά [θηλ.ουσ]
γκαμπριολέ [ουσ ουδ.] γκάστρωμα [ουσ ουδ.]
γκάνγκστερ [ουσ αρσ ] γκάστρωμένη [θηλ.ουσ]
γκανγκστερικός [επίθ.] γκαστρωμένος [επίθ.]
γκανιότα {χωρ. γεν.... γκαστρώνω {γκάστρω-σ...
γκαντέμης {χωρ. γεν.... γκάφα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: