Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκαρσόν
ουσιαστικό ουδέτερο camerie`re ~m~ γκαρσόν, το λογαριασμό παρακαλώ==cameriere, il conto per favore! γκαρσόνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [γκαρσόνι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |