Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκαρνταρόμπα
ουσιαστικό θηλυκό guardaro`ba ~f~; insie`me ~m~ di a`biti διαθέτει πλούσια γκαρνταρόμπα==ha un ricco guardaroba permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |