Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκαστρώνω
ρήμα μεταβατικό 1 ((volgare)) ingravida`re, me`ttere inci`nta 2 ((figurato)) ro`mpere le sca`tole μας γκάστρωσε με την πολυλογία του==ci ha rotto le scatole con le sue chiacchiere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |