Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκάφα  
ουσιαστικό θηλυκό

gaffe ~f~ γκαφ; to`pica ~f~ έκανα μια ασυγχώρητη γκάφα==ho fatto una gaffe imperdonabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκαστρώνω γκαφατζής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---