Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκιαούρης
ουσιαστικό αρσενικό giau`rro ~m~ γκιαούρισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [γκιαούρης] καβούρ ουσιαστικό αρσενικό variante di [γκιαούρης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |