Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκλασάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο glassa ~f~ γλασάρισμα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [γκλασάρισμα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |