Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκόμενα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((popolare)) ganza ~f~; ama`nte ~f~ ο άντρας της έπιασε γκόμενα==suo marito si è fatto l'amante 2 ((volgare)) pezzo ~m~ di raga`zza; pezzo ~m~ di fica ποπό τι γκόμενα είναι αυτή!==che bel pezzo di fica! γκόμενος ουσιαστικό αρσενικό 1 ((popolare)) ganzo ~m~; ama`nte ~m~ την παράτησε ο γκόμενος==il suo ganzo l'ha lasciata 2 ((volgare)) fusto ~m~; fico ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |