Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκρεμίζομαι
ρήμα παθητικό 1 cade`re 2 casca`re 3 dirupa`rsi 4 frana`re γκρεμίζω ρήμα μεταβατικό 1 precipita`re; butta`re giù γκρέμισαν τούς προδότες απ' τον πιο ψηλό πύργο==precipitarono i traditori dalla torre più alta 2 abba`ttere; demoli`re γκρεμίζω έναν τοίχο==abbattere un muro 3 ((figurato)) far crolla`re; abba`ttere γκρεμίζω ένα απολυταρχικό καθεστώς==abbattere un regime totalitario 4 ((figurato)) far crolla`re; distru`ggere μου γκρέμισαν όλα μού τα όνειρα==hanno fatto crollare tutti i miei sogni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |