Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκρέμισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il butta`re giù; il precipita`re
2 abbattime`nto ~m~; demolizio`ne ~f~ το γκρέμισμα ενός σπιτιού==la demolizione di una casa
3 crollo ~m~ το γκρέμισμα των ηθικών αξιών==il crollo dei valori morali

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκρεμίζω γκρεμισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---