Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκρεμός  
ουσιαστικό αρσενικό

precipi`zio ~m~; diru`po ~f~+++μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα==essere tra Scilla e Cariddi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκρεμισμένος γκρεμοτσακίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---