Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκριζομάλλης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 canu`to ~m~
2 gri`gio ~m~
3 incanuti`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκριζοκίτρινο γκριζοπράσινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---