Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκρινιάζω
ρήμα αμετάβατο 1 piagnucola`re; frigna`re αν πάψεις να γκρινιάζεις, θα σου πάρω παγωτό==se la smetti di frignare, ti compro il gelato 2 brontola`re; lamenta`rsi; borbotta`re τι έχεις και γκρινιάζεις απ' το πρωί;==cos'hai che brontoli da stamattina? 3 litiga`re; bisticcia`re; bisticcia`rsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |