Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκρίνια
ουσιαστικό θηλυκό 1 piagniste`o ~m~; piagnucoli`o ~m~ όλο γκρίνια είναι αυτό το μωρό==questo bambino non fa che piagnucolare 2 il brontolare; brontoli`o ~m~ άσε τις γκρίνιες κι έλα να με βοηθήσεις==smettila di brontolare e vieni ad aiutarmi! 3 dissapo`re ~m~; scre`zio ~m~; disacco`rdo ~m~; bisti`ccio ~m~ η φτώχεια φέρνει γκρίνια==la povertà è fonte di bisticci in famiglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |