Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκρουπ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gru`ppo ~m~
2 musica comple`sso ~m~ γκρουπ μουσικών==complesso musicale | γκρουπ τουριστών==gruppo di turisti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκρουμ γκρουπιέρισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---