Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλάρωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 assopime`nto ~m~
2 dormive`glia ~m~
3 sdilinquime`nto ~m~
4 sfinime`nto ~m~
5 sonnilo`quio ~m~
6 sonnolenza ~f~
7 sopo`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλάρος γλαρωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---